υποθραττω

υποθραττω
    ὑποθράττω
    ὑπο-θράττω
    (= ὑποταράσσω См. υποταρασσω) несколько тревожить, немного смущать
    

(τινά Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποθραττω" в других словарях:

  • υποθράττω — Α (απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) βλ. ὑποταράσσω …   Dictionary of Greek

  • ὑποθράττει — ὑποθράττω pres ind mp 2nd sg (attic) ὑποθράττω pres ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθραττον — ὑποθράττω imperf ind act 3rd pl (attic) ὑποθράττω imperf ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθραττόμενος — ὑποθράττω pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθράττουσαι — ὑποθράττω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθραττε — ὑποθράττω imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθραττεν — ὑποθράττω imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποταράσσω — ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. ὑποθράττω Α [ταράσσω / ταράττω] ταράζω, ενοχλώ (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ. β. «ἡνίκα Κλέων μ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»